Νέος νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας: Έμποροι και συνεισφορά του δημοσίου στις αλλαγές

Δημοσιεύθηκε ο ν. 4605/2019 που ρυθμίζει στα άρθρα 68-84 την προστασία της κύριας κατοικίας με τη συνεισφορά του δημοσίου στις μηνιαίες καταβολές, και η έναρξη της ισχύος του είναι από 30/04/2019.Κάθε φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς πτωχευτική ικανότητα μπορεί, εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας, όπως θα απαριθμηθούν παρακάτω μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου 2019 να υποβάλει μόνο μια φορά αίτηση για ρύθμιση των οφειλών του από οποιαδήποτε αιτία προς πιστωτικά ιδρύματα καθώς και οφειλές του από στεγαστικό δάνειο προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, εκτός οφειλών για τις οποίες υφίσταται εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, με σκοπό την προστασία της κύριας κατοικίας του από την αναγκαστική ρευστοποίηση μέσω ψηφιακής πλατφόρμας ηλεκτρονικής υποβολής και διαχείρισης αιτήσεων, η οποία αναπτύσσεται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών (Γ.Γ.Π.Σ) σε συνεργασία με την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους(Ε.Γ.Δ.Ι.Χ). Πριν, την οριστική υποβολή της αίτησης, η πλατφόρμα ενημερώνει τον αιτούντα για την επιλεξιμότητα του ή μη και εάν υποβληθεί οριστικά η αίτηση επιτυχώς κοινοποιούνται η αίτηση και τα έγγραφα που τη συνοδεύουν στους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις ζητείται να ρυθμιστούν και μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση της αίτησης κάθε πιστωτής μπορεί να υποβάλλει πρόταση για ρύθμιση της απαίτησης του, αντιστοίχως μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής προτάσεων των πιστωτών, ο αιτών δηλώνει ποιες από τις υποβληθείσες προτάσεις αποδέχεται και ποιες απορρίπτει.

Η πρόταση ή οι προτάσεις ρύθμισης από τους πιστωτές που έγιναν δεκτές από τον αιτούντα αποτελούν τίτλο εκτελεστό, δυνάμει του οποίου μπορεί να επισπευτεί αναγκαστική εκτέλεση στη λοιπή περιουσία του αιτούντα πλην της κύριας κατοικίας του και μεταγράφεται στο βιβλίο μεταγραφών ή καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο της κύριας κατοικίας του αιτούντος. Εάν, το φυσικό πρόσωπο που υπέβαλε οριστικά την αίτηση δεν κρίθηκε επιλέξιμο ή εάν ενώ κρίθηκε επιλέξιμο για οποιοδήποτε λόγο δεν επιτεύχθηκε συμφωνία με έναν ή με περισσότερους από τους πιστωτές μπορεί να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο του τόπου στο οποίο βρίσκεται η κύρια κατοικία του την προστασία της κύριας κατοικίας του. Μετά την επίτευξη συναινετικής ή δικαστικής ρύθμισης με τουλάχιστον έναν πιστωτή, δεν επιτρέπεται σε οποιοδήποτε πιστωτή του δημοσίου ή ιδιωτικού η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης στην κύρια κατοικία του αιτούντος, η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επ’ αυτής, η εγγραφή υποθήκης ή η τροπή προσημείωσης σε υποθήκη.

Στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω νόμου και της διαδικασίας που ακολουθείται εμπίπτουν φυσικά πρόσωπα με ή χωρίς πτωχευτική ικανότητα, δηλαδή μπορούν να ενταχθούν και έμποροι, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) Το αιτούν φυσικό πρόσωπο να έχει εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία του και βρίσκεται στην Ελλάδα, β) να μην έχει εκδοθεί οριστική απόφαση που απέρριψε αίτηση κατά τη διαδικασία των Υπερχρεωμένων νοικοκυριών(άρθρο 4. του ν. 3869/2010) λόγω δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε αδυναμία πληρωμής ή λόγω ύπαρξης επαρκούς περιουσίας του αιτούντος και εάν έχει εκδοθεί απόφαση αυτή να έχει εξαφανιστεί ή αναιρεθεί ύστερα από παραδοχή ενδίκου μέσου, γ) η αξία της προστατευόμενης κύριας κατοικίας κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης δεν υπερβαίνει τα 175.000€,αν στις οφειλές της παραγράφου 2 περιλαμβάνονται επιχειρηματικά δάνεια, και τα 250.000€ σε κάθε άλλη περίπτωση(ο προσδιορισμός της αξίας του ακινήτου προκύπτει από το ΕΝ.Φ.Ι.Α.) δ) Το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος φυσικού προσώπου σύμφωνα με την τελευταία φορολογική δήλωση να μην υπερβαίνει τα 12.500€, προσαυξανόμενο κατά 8.500€ για το σύζυγο και κατά 5.000€ για κάθε εξαρτώμενο μέλος και μέχρι τα τρία εξαρτώμενα μέλη, ε) Να μην υπερβαίνουν τα 80.000€ η συνολική ακίνητη περιουσία και τα μεταφορικά μέσα του αιτούντα, του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών πέραν της κύριας κατοικίας του αιτούντα, εάν το σύνολο των οφειλών υπερβαίνει τα 20.000€,στ) να μην υπερβαίνει το ποσό των 15.000€ οι καταθέσεις(συμπεριλαμβάνονται χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πολύτιμα μέταλλα σε νομίσματα ή ράβδους) του αιτούντος, του συζύγου και των εξαρτώμενων μελών, ζ) να υφίσταται τουλάχιστον μια οφειλή και να έχει εγγραφεί υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο που χρησιμοποιείται ως κύρια κατοικία του και οι οφειλές αυτές βρίσκονται σε καθυστέρηση τουλάχιστον ενενήντα ημερών κατά την 31 η Δεκεμβρίου 2018, η) Το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου στο οποίο συνυπολογίζονται λογιστικοποιημένοι τόκοι και εάν υπάρχουν και έξοδα εκτέλεσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 130.000€ ανά πιστωτή ή τις 100.000€ ανά πιστωτή, εάν στις οφειλές αυτές περιλαμβάνονται επιχειρηματικά δάνεια.

Εάν, τηρούνται σωρευτικά όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις και οριστικοποιηθεί η αίτηση, ο αιτών για την προστασία της κύριας κατοικίας του και για διάστημα είκοσι πέντε ετών θα καταβάλλει το εκατόν είκοσι τοις εκατό(120%) της αξίας αυτής σε μηνιαίες ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με επιτόκιο ίσο με το Euribor τριμήνου προσαυξημένο κατά δυο τοις εκατό(2%). Εάν το εκατόν είκοσι τοις εκατό(120%) της αξίας της κύριας κατοικίας υπερβαίνει το σύνολο των οφειλών που περιλαμβάνονται στην αίτηση, τότε καταβάλλεται το σύνολο των οφειλών σε αντίστοιχες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Το δημόσιο συνεισφέρει στις μηνιαίες καταβολές του οφειλέτη και η συνεισφορά του διαρκεί όσο διαρκεί η ρύθμιση. Η συνεισφορά του Δημοσίου καταβάλλεται σε ειδικό ακατάσχετο λογαριασμό με δικαιούχο τον οφειλέτη και το ποσό αυτό δεν κατάσχεται ούτε συμψηφίζεται. Για την έγκριση και καταβολή της συνεισφοράς δεν απαιτείται φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα του οφειλέτη και το ποσό της συνεισφοράς και οι προϋποθέσεις επανεξετάζονται αυτεπαγγέλτως κάθε έτος. Τέλος η συνεισφορά του Δημοσίου διακόπτεται, εάν ο δικαιούχος καθυστερήσει την καταβολή του ποσού που βαρύνει τον ίδιο για τρεις μήνες και ο θιγόμενος πιστωτής δικαιούται, με εκτελεστό τίτλο να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση ακόμα και στην κύρια κατοικία του αιτούντα.